- φρυγικός
- -ή, -ό / φρυγικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [Φρυγία]φρύγιος (II)νεοελλ.-μσν.«φρυγική δυναστεία» — δυναστεία που εγκαθιδρύθηκε στον θρόνο τού Βυζαντίου από τον Μιχαήλ Τραυλό και έκλεισε με την βασιλεία τού Μιχαήλ Γ΄, δηλαδή από το 820 έως το 867, αλλ. δυναστεία τού Αμορίουνεοελλ.-αρχ.φρ. «φρυγικός πίλος» — κωνικού σχήματος κάλυμμα τής κεφαλής από μάλλινο ύφασμα ή από πίλημα, με χαρακτηριστική οξεία απόληξη που διπλώνει προς τα εμπρός, το οποίο εμφανίστηκε στη Φρυγία, απαντά στην τέχνη ως διακριτικό κάλυμμα τών ανατολιτών, φορέθηκε στη Ρώμη από τους απελεύθερους δούλους ως σύμβολο τής ελευθερίας τους, επανεμφανίστηκε στη Γαλλική Επανάσταση και υιοθετήθηκε ως κόκκινος πίλος [ή σκούφος] τής ελευθερίας και εξακολουθεί να συνδέεται και σήμερα με την εθνική αλληγορική μορφή της.
Dictionary of Greek. 2013.